Μεγάλος πονοκέφαλος για τα τεχνικά χαρακτηριστικά των γηπέδων: η ομάδα Vålerenga ζήτησε αλλαγές στους κανονισμούς αντι-ντόπινγκ, αφού παίκτρια της βρέθηκε θετική σε διεγερτικό λόγω περιβαλλοντικής ρύπανσης από «rubber crumb» (κομμάτια λάστιχου) σε συνθετικό γήπεδο — φαινόμενο που εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την ασφάλεια σε τεχνητά γήπεδα.
Η νορβηγική Vålerenga απηύθυνε επίσημη έκκληση για ενίσχυση των κανονισμών αντι-ντόπινγκ, μετά από μια πρωτοφανή υπόθεση στο γυναικείο ποδόσφαιρο, όπου ποδοσφαιρίστριά της βρέθηκε θετική σε απαγορευμένη ουσία εξαιτίας περιβαλλοντικής έκθεσης από τον αγωνιστικό χώρο.
Η υπόθεση, που διήρκεσε επτά μήνες, έκλεισε οριστικά την Τετάρτη, όταν η World Anti-Doping Agency (WADA) αποφάσισε να μην ασκήσει έφεση στην απόφαση της Anti-Doping Norway, σύμφωνα με την οποία η παίκτρια δεν έφερε καμία ευθύνη ή αμέλεια. Ωστόσο, το περιστατικό ανέδειξε σοβαρούς κινδύνους για τις αθλήτριες, ανοίγοντας έναν νέο κύκλο συζήτησης γύρω από τις χιλιάδες συνθετικές επιφάνειες που χρησιμοποιούνται στα γήπεδα σε όλη την Ευρώπη.
Το περιστατικό σημειώθηκε μετά τον αγώνα της Vålerenga με τη LSK Kvinner, που διεξήχθη στις 22 Απριλίου στο κλειστό γήπεδο LSK-Hallen στο Lillestrøm, κοντά στο Όσλο. Ένας τυπικός έλεγχος ντόπινγκ αποκάλυψε ότι συνολικά οκτώ παίκτριες (τέσσερις από κάθε ομάδα) είχαν ίχνη της απαγορευμένης ουσίας 1,3-διμεθυλοβουτυλαμίνη (DMBA). Σε μία περίπτωση, παίκτρια της Vålerenga ξεπέρασε το όριο αναφοράς της WADA (50 ng/ml), γεγονός που πυροδότησε εκτενή έρευνα.
Οι αρχές δεν εντόπισαν καμία κοινή παράμετρο σε τρόφιμα, ποτά ή συμπληρώματα, ενώ η ποδοσφαιρίστρια —η οποία επέλεξε να διατηρήσει την ανωνυμία της— μίλησε για την ψυχολογική πίεση που βίωσε:
«Ήταν μια τρομακτική στιγμή. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε», ανέφερε.
Παρότι της επετράπη να συνεχίσει την αγωνιστική της δραστηριότητα, η ίδια παραδέχεται ότι η “σκιά” της υπόθεσης επηρέασε την απόδοσή της. Η λύση ήρθε τον Ιούλιο, όταν περιβαλλοντική έρευνα αποκάλυψε την ασυνήθιστη πηγή της ουσίας: το ελαστικό τρίμμα (rubber crumb) του συνθετικού τάπητα.
Δείγματα νερού και υλικών από διάφορα σημεία του γηπέδου έδειξαν ότι το τρίμμα από ανακυκλωμένα ελαστικά περιείχε DMBA, η οποία μεταφέρθηκε στις παίκτριες κατά τη διάρκεια του αγώνα. Η DMBA είναι συνθετικό διεγερτικό του κεντρικού νευρικού συστήματος, απαγορευμένο τόσο στη Νορβηγία όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και έχει συνδεθεί επιστημονικά με τη διάσπαση ελαστικών υλικών.
Η υπόθεση αποτελεί την πρώτη καταγεγραμμένη περίπτωση στο ελίτ αθλητικό επίπεδο όπου περιβαλλοντική έκθεση —και όχι συμπεριφορά αθλήτριας— οδήγησε σε φαινομενική παράβαση κανονισμών ντόπινγκ.
«Πάντα ήξερα ότι δεν έχω κάνει τίποτα λάθος», δήλωσε η παίκτρια. «Όμως η διαδικασία δείχνει πόσο ευάλωτοι είναι οι αθλητές, ακόμη κι όταν τηρούν σχολαστικά όλους τους κανόνες».
Παρότι οι συνθετικές επιφάνειες δεν θεωρούνται άμεσος κίνδυνος για την υγεία, έχουν συνδεθεί με τη ρύπανση από μικροπλαστικά. Από το 2031, η χρήση rubber crumb θα απαγορευτεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά την αποκάλυψη της υπόθεσης, η Νορβηγική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία συνέστησε οι αγώνες σε κλειστά γήπεδα να μεταφερθούν σε εξωτερικούς χώρους.
Στη Νορβηγία υπάρχουν περίπου 1.800 συνθετικά γήπεδα, ενώ παρόμοιες επιφάνειες είναι διαδεδομένες και στο Ηνωμένο Βασίλειο, κυρίως στο grassroots ποδόσφαιρο. Ωστόσο, δεν υπάρχει διεθνές πρότυπο που να εγγυάται πως τα υλικά των ταπήτων είναι απαλλαγμένα από απαγορευμένες ουσίες.
Η Vålerenga ζητά αναθεώρηση των κανονισμών ώστε να αναγνωρίζεται ότι ένα θετικό δείγμα δεν οφείλεται πάντα σε πρόθεση ή αμέλεια αθλητή. Σήμερα, οι κανονισμοί βασίζονται στην αρχή της «απόλυτης ευθύνης» (strict liability).
Η CEO της Vålerenga, Harriet Rudd, τόνισε:
«Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες πρέπει να βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα. Η αντι-ντόπινγκ πολιτική οφείλει να εξελιχθεί και να λαμβάνει σοβαρά υπόψη το περιβάλλον στο οποίο αγωνίζονται οι αθλήτριες».
Μια υπόθεση που αλλάζει τα δεδομένα — όχι μόνο στη Νορβηγία, αλλά σε ολόκληρο το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο γυναικών.



